- μυροφόρος
- -ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρεςεκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα τής Ανάστασηςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η μυροφόραβοτ. κοινή ονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.